- σηραγγοῦται
- σηραγγόομαιto bepres ind mp 3rd sgσηραγγόωto bepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σηραγγώ — όω, Α [σῆραγξ, αγγος] 1. καθιστώ κάτι σηραγγώδες, σπογγώδες 2. παθ. σηραγγοῡμαι, όομαι γίνομαι κοίλος, κούφιος («πολλὰ περὶ γῆν τε καὶ ὑπὸ γῆν σηραγγοῡται», Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek